Δευτέρα 26 Μαΐου 2014




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ



 
Σκοτεινές ψηφίδες μιας αγιογραφίας

 
Η δύσκολη ζωή του μεγάλου λογοτέχνη που δεν είδε ποτέ δικό του βιβλίο τυπωμένο, μέσα από λίγα δικά του λόγια και τα λόγια των άλλων.

 Από τον Γρηγόρη Παπαδογιάννη

 
ΜΙΚΡΟΣ ΕΖΩΓΡΑΦΙΖΑ ΑΓΙΟΥΣ

 
Εγεννήθην εν Σκιάθω την 4ην  Μαρτίου του1851.

 
Εβγήκα από το ελληνικόν σχολείον εις τα 1863 αλλά μόνον  το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος όπου ήκουσα  την α΄ και την β΄ τάξιν.

Την γ΄ τάξιν εμαθήτευσα εις Πειραιά.

Είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα.

Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Αγιον όρος όπου έμεινα ολίγους μήνας.

Το 1873 ήλθα  εις Αθήνας και φοίτησα εις την δ΄ του Βαρβακείου.

 Το 1874 ενεγράφην εις την φιλοσοφικήν σχολήν όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.

Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας.

Το 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα.

Το 1879  εδημοσιεύθη η «Μετανάστις» έργον μου εις τον Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν «Σωτήρα».

Το 1882 εδημοσιεύθη «οι ‘Εμποροι των Εθνών» εις το  Μη Χάνεσαι, αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Αυτό είναι ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα, ιδιαίτερα φτωχό σχετικά με το έργο του.

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είδε ποτέ όσο ζούσε ένα βιβλίο τυπωμένο με το όνομά του.

Ακόμη και για την έκδοση ενός συγκεντρωτικού τεύχους με τα διηγήματά του, δημοσίευσε κάποτε αγγελία ζητώντας την οικονομική συνδρομή του κοινού –και δεν εκδόθηκε.

Η ζωή του, αν εξαιρέσουμε τα ανέμελα παιδικά χρόνια ήταν όχι απλώς δύσκολη αλλά μαρτυρική.

Μέσα από την αλληλογραφία του με τον πατέρα του, που μάταια περιμένει να τον καμαρώσει καθηγητή, είναι ολοφάνερη η ανέχεια που θα στοιχειώνει για πάντα τη ζωή του.

«Με 6.000 δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί δέκα έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος.

Αυτή είναι η αλήθεια.

Συνεχής και μόνιμος εργασία δεν ευρέθη δι’ εμέ.

Οσάκις τυχόν μου εμειδία επ’ ολίγον μία ελπίς, η σκληρά τύχη μοι την αφήρπαζε…

Λοιπόν, τοιαύτας ελεεινότητας πρέπει να σας γράφω για να πιστεύσητε ότι δεν είμαι άσωτος;…

Ας μείνωμεν εις την έντιμον πενίαν μας δια να μας βοηθή και ο Θεός».

 
ΔΕΝ ΕΧΩ ΕΡΩΤΕΣ

 
«Δεν έχω έρωτες, οι ήρωές μου έχουν».

Μ’ αυτά τα λόγια απάντησε κάποια μέρα στα πειράγματα φίλων του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ο άνθρωπος που εξιδανίκευσε τόσο τη  γυναίκα δεν γεύτηκε ποτέ τον έρωτα.

Πενήντα πέντε χρονώ ο Α.Π. με ένα έργο διάσπαρτο σε εφημερίδες και περιοδικά που δεν είδε ποτέ όσο ζούσε τυπωμένο σε βιβλίο, είναι σχεδόν αλκοολικός.

Εξωτερικά μοιάζει με επαίτη.

Το ίδιο παντελόνι, το ίδιο πουκάμισο, το ίδιο βαρύ πανωφόρι, όλα λεκιασμένα, βρώμικα, εγκαταλελειμμένα.

Μια ολόκληρη ζωή μέσα στη φτώχεια που κάποτε έφτασε στην πραγματική πείνα ο νησιώτης αυτός, ο αναθρεμμένος από μια οικογένεια κληρικών τη πέρασε σε άθλια καταλύματα, σε δωμάτια ταπεινά και απομονωμένα.

Για να επιβιώσει έκανε τον μεταφραστή σε εφημερίδες και για να μπορέσει να αντέξει τη ζωή που εφτανε πια στο τέλος της έγινε αλκοολικός.

«Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη.

Μοναξιά, ανία, κόσμος βαρύς κακός ανάλγητος.

Υγεία κατεστραμμένη, σώμα βασανισμένο, φθαρμένο, σωθικά λειωμένα.

Δεν ημπορούσε πλέον να ζήσει, να αισθανθεί, να χαρεί.

Δεν ημπορούσε να εύρει παρηγορίαν, να ζεσταθεί.

Έπιε δια να ζεσταθεί, έπιε δια να πατήσει, έπιε δια να γλιστρήσει.

Δεν επάτη πλέον ασφαλώς στο έδαφος». (από το «έρωτας στα χιόνια»)

 
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΠΗΛΕΙΩΝ

 
Ταυτόχρονα με τις μεταφράσεις αρχίζει να δίνει στις εφημερίδες και τα περιοδικά κείμενά του.

Σιγά σιγά γίνεται γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους για τα κείμενά του αλλά ακόμη γνωστότερος για την εκκκεντρική του εμφάνιση και τον κλειστό του χαρακτήρα.

Μια εξαιρετική περιγραφή του Παπαδιαμάντη μας έδωσε ο Δημήτριος Χατζόπουλος (αδελφός του πεζογράφου Κώστα Χατζόπουλου, λογοτέχνης και ο ίδιος) μια βραδιά στο μπακάλικο του Μπάρκα, τον Μάρτιο του 1893:

«Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσκαλα και την χείραν αιωνίως επί του στήθους με τα άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με το πλατύγυρον λερωμένον υμίψηλον, με τα πυκνά  ακατάστατα και ακαλλίτεχνα γένεια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηράν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού δια την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του δια μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέττα του εις το πλάι, ο χρυσός αυτός άνθρωπος καθ’ όλην την διάρκειαν του μποέμικου δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας, τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος ο τόσον απότομος συνήθως»

Γιώργος Ιωάννου: ΗΤΑΝ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ

 
Όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις του, ο Παπαδιαμάντης μεγάλωσε παίζοντας και τρέχοντας στις εξοχές με τα παιδιά των ναυτικών και των ψαράδων και των γεωργών.

Ο Παπαδιαμάντης αγαπά το νησί του, αγαπά τη φύση, υποφέρει μακριά της, αλλά όμως αναγκάζεται να ζει στην Αθήνα.

Αν μείνει στο χωριό του ούτε γραμματέας στην κοινότητα δεν μπορεί να γίνει.

Δεν υπάρχει τίποτα, κανένα ενδιαφέρον για τους συγγραφείς και τα γράμματα.

Αλλά και στην Αθήνα, έπρεπε να δουλεύεις και σε κάποια άλλη δουλειά «παραδεδεγμένης χρησιμότητος» όπως λέγει ο ίδιος. 

Έπρεπε να δουλεύεις συνεχώς και σκληρά, χωρίς ωράρια και τέτοια για να μπορέσεις να βγάλεις το ψωμί σου.

Αυτοί που δούλευαν και παράλληλα έγραφαν ήταν ένα είδος ήρωες.

Και γρήγορα εξαθλιώθηκαν όλοι.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν ναυτικός στην ψυχή, άλλωστε σχεδόν ήτανε στον τρόπο της ζωής του.

Ένας άντρας που θέλει ολοένα να φεύγει από την ησυχία του, το νησί του, να παιδεύεται σκληρά, να θαλασσοπνίγεται να κερδίζει και να νοσταλγεί, να επιστρέφει κάποτε κατάφορτος δώρα και χαρές στους δικούς του.

Ο Παπαδιαμάντης έμοιαζε αποτραβηγμένος όταν βρισκόταν στις παρέες των λογίων ωστόσο όμως πήγαινε σ’ αυτές τις παρέες αδιάλειπτα.

Τον ενοχλούσαν εκεί πιθανώς πολλά από τα φερσίματα και τις ιδέες τους και με αυτό τον τρόπο τις αποδοκίμαζε.

Ήταν είρων ο Παπαδιαμάντης αλλά φιλάνθρωπος είρων.

Αυτό φαίνεται συχνά στα διηγήματά του, καθώς πειράζοντας τους ήρωές του γελάει κάτω από τα μουστάκια του.
Ήταν κακοντυμένος όχι μόνο από ανέχεια αλλά και από καλλιτεχνική παραξενιά.

Ούτε και άψιλος ήταν πάντοτε.

Έτυχε μερικές φορές να έχει κάποια χρήματα.

Αλλά ήταν ανοιχτοχέρης, μάλλον λιγάκι σπάταλος, όπως ακριβώς συμβαίνει με κείνους που μεγάλωσαν σε φτωχικό αλλά νοικοκυρεμένο σπίτι.

Ήταν δύσκολος χαρακτήρας, δύσκαμπτος, «πτωχαλαζών» -δική του η λέξη.

Δεν έκαμνε πολλές παραχωρήσεις στους διευθυντές του ούτε εγίνετο του κύκλου των.
-
Παύλος Νιρβάνας: Ο ΜΙΣΘΟΣ ΣΤΟ ΑΣΤΥ

 
Κάποτε τον έβλεπα να μπαίνει μέσα στο γραφείο αλαφροπατώντας σαν ίσκιος, να αφήνει το χειρόγραφο στο τραπέζι του διευθυντή, ν΄αφήνει τα χειρόγραφά του χωρίς να πει λέξη και να φεύγει βιαστικά περπατώντας σύριζα στον τοίχο.

Ήτανε φανερό πως κι αυτή ακόμα η στιγμιαία παρουσίαση του μέσα στον κόσμο του γραφείου τον ενοχλούσε υπερβολικά.

Όσοι δεν τον γνώριζαν καθώς ήτανε κακοντυμένος και με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του μπορούσαν να τον πάρουν και για υπηρέτη του γραφείου.

Και μόνο ο σεβασμός με τον οποίο ο κ. Κακλαμάνος του ξανάλεγε κάθε φορά παίρνοντας τα χειρόγραφά του «Ευχαριστώ, κύριε Παπαδιαμάντη» σκόρπιζε την ανάξια αυτή αλλά φυ Ήταν φανερό πως κι αική παρεξήγηση.

Από τις παρουσιάσεις αυτές μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά που είχε έρθει να αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο.

Ο Κακλαμάνος αφού του μίλησε για τη δουλειά που είχε να κάνει, έφτασε, με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού.

-       Ο μισθός σας θα είναι εκατό πενήντα δραχμές, του είπε.

Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηξε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του.

-Μήπως είναι λίγα; Του είπε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό που είχε προτείνει.

Τότε άκουσα από τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος τέτοια στιγμή.

-Πολλές είναι εκατό πενήντα, είπε.

-       Με φτάνουνε εκατό.

Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη.


Κωστής Παλαμάς: ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

 
Για να ζήσει κατεγίνετο με μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά για τις εφημερίδες.

Διάβαζε πολύ, η ανάγνωσίς του εγίνετο τυχαίως, χωρίς σύστημα, ήτο όμως συνεχής και επίμονος.

Θαύμαζε τον Όμηρο και τον Αισχύλο σαν άφθαστα πρότυπα τέχνης.

Εκ των νεωτέρων του ήσαν αγαπητοί ο Θερβάντες και ο Δίκενς, μα τοποθετούσε τον Σαίξπηρ πάνω από όλους.

Στον συνάδελφο και φίλο Μωραϊτίδη έλεγε:

Μόνο όταν βλέπεις εις τα προγράμματα έργον του Σαίξπηρ να πηγαίνεις εις το θέατρον».

Εις το πενιχρόν του δωμάτιο, όπου συχνά δεν υπήρχε τραπέζι –και στην περίπτωση αυτή έγραφε στο πάτωμα- υπήρχεν απαραιτήτως ένα κιβώτιον με βιβλία και ένα κερί.

Μεταξύ των μονίμων βιβλίων του ευρίσκοντο τα ποιήματα του Ομήρου, η Αγία Γραφή, ένας Μίλτων σε γαλλική μετάφραση.

Πλην του Παπαδιαμαντόπουλου, κατόπιν Ζαν Μωρεάς, οι συναναστροφές του με τους συγχρόνους του λογοτέχνες ήταν ελάχιστες.

Ο πιο αγαπητός του φίλος ήταν ένας καλόγερος, ο Νήφων, που έγινε αργότερα νεωκόρος σε μια εκκλησία και συγκάτοικός του στην Αθήνα.

Ο καλόγερος αυτός έπινε πολύ και σιγά – σιγά παρέσυρε το φίλο του στην συνήθεια αυτή.

Ο Παπαδιαμάντης έψελνε συχνά για το κέφι του, ιδίως στα κρυμμένα εξωκλήσσια, άγνωστα στο μεγάλο κοινό, προσκεκλημένος τις ημέρες των μεγάλων εορτών..

(Περιοδικό «Ερουρέμ», περίοδος Β’ τεύχος 3. Αθήνα,1995.

Πρώτη δημοσίευση: «Ακρόπολις», 4 Ιανουαρίου 1911).


Παύλος Νιρβάνας: Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής.

Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη.

Και συλλογιζόμουν ότι απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύσει για πάντα η οσία μορφή του.

Και πότε αυτό;

Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού.

Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θα 'ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών;

Αλλά ό αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα.

"Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα" ήταν η άρνηση του και η απολογία του.

Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου.

Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συγχωρέσουν το κρίμα μου.

Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.

Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού.

Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου.

Να "ποζάρει" είναι ένας λεκτικός τρόπος.

Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του.

Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία.

Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου.

Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.

Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε.

Γιατί;

Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:

"Nous excitons la curiosite du public".

Ακούσατε;

Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού!

Ποιου Κοινού;

Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα.

Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περιέργεια" του.

Κι' αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.

Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του.

Μήπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου;

Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.
-

Κ. Καβάφης, Μ. Μαλακάσης, Κ. Βάρναλης, Μυρτιώτισσα:

 
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 
«Εις όσα έργα του εδιάβασα μου έκανεν  εντύπωσιν η περιγραφική του δύναμις.

Με φαίνεται ότι είναι λαμπρά ασκημένος  στης περιγραφής την τριπλή ικανότητα, το ποιά πρέπει να λεχθούν, το ποιά να παραληφθούν, και εις ποία πρέπει να σταματηθή η προσοχή.

Στα ρόδινα ακρογιάλια είναι έκτακτα πετυχημένος ο γύρος του στη παραλία.

Το καφενείο του γέρου Γαρτζίνου πρώτα, και έπειτα τα σπίτια των νοικοκυραίων να ξυπνούν σιγά σιγά ασφαλή» (Κωνσταντίνος Καβάφης, 1908)

«Τι κι άν δεν έγραψε στίχους.

Είναι περισσότερο ποιητής απ όλους μας εμάς τους άλλους ποιητάς.

Εμάς τους άλλους ποιητάς χάος μας χωρίζει από τον Παπαδιαμάντη». (Μιλτιάδης Μαλακάσης)

«Τέσσαρα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση δίπλα στο μεγαλύτερο Ελληνα ποιητή.

Τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, απομωνομένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα  το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του  ονειροπολήματα, στην πραγματική  ζωή.

Απόφευγε  να κοιτάει τον κόσμο.

Τον εφοβότανε ;

Ίσως.

Είχε για βιωτικό του αξίωμα το λάθε βιώσας.

Αυτός λοιπόν ο φτωχικός ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού, μας είχε επιβάλλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Όταν αυτός καθότανε πέρα ή διάβαζε, η φωνακλάδικη και  ασεβέστατη παρέα μας χαμήλωνε τον τόνο για να  μην τον ανησυχήσει». (Ζωντανοί άνθρωποι 1939)

«Ενα βράδυ βροχερό και κρύο του δώσαμε ένα φλυτζάνι τσάι για να ζεσταθεί μα δεν το δέχθηκε , το ‘σπρωξε με κάποιαν απέχθεια και μας είπε απλά .

«Δεν το συνηθίζω».

Ίσως γιατί είναι φράγκικο πιοτό σκέφτηκα.

Και το άλλο βράδυ του ετοιμάσαμε ζεστή φασκομηλιά.

Με πόση ευχαρίστησι τη ρούφηξε μονομιάς.

Ήταν σιωπηλός, όταν όμως ήταν κάτι που τον ενδιέφερε ή που τ΄ αγαπούσε μιλούσε συνεχώς για κάμποση ωρα ,με μιά φωνή  σιγανή ψυθιριστή θάλεγα, που μου φαινόταν  σαν να αρχότανε από πολύ μακριά.

«Μπορείτε και γράφετε στο καφενείο;»

Τον ρώτησα σήκωσε τότε το κεφάλι του και άρχισε να μας μιλεί για το περίφημο εκείνο καφενείο του Μοναστηριακιού, πλέκοντας το εγκώμιο για τον καφετζή με θέρμη σα να ήταν μιά προσωπικότητα ξεχωριστή.

«Μου δίνει καμιά φορά χαρτί και γράφω είναι άνθρωπος του θεού,»

Ωστε αυτό ήταν ας είναι ευλογημένος στον αιώνα ο αγαθός αυτός καφετζής .

Ίσως χωρίς αυτόν πολλά από τα γοητευτικά του ανιστορήματα δεν θα βλεπαν το φως».
-

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – η μαγεία του Παπαδιαμάντη

 
...Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη.

Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα.

Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να 'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία.

Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το "θα μπορούσαμε" είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο.

"Σα να 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμο"...
(Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη")
-

Παύλος Νιρβάνας: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΙΔΑ

 

Η τελευταία φορά που είδα τον Παπαδιαμάντη ήτανε λίγες μέρες πριν φύγει για τη Σκιάθο για να μην ξαναγυρίσει πια.

Με μια γιορτή, που είχαμε δώσει στον «Παρνασσό» υπό την προστασία της πριγκηπέσας Μαρίας Βοναπάρτη του Γεωργίου όπου είχαμε μαζέψει λίγα χρήματα προορισμένα για να μπει ο Παπαδιαμάντης σε κάποια κλινική.

Ο αλκοολισμός που τον είχε καταβάλει σε μεγάλο βαθμό απαιτούσε μια συστηματική θεραπεία.

Ξαναπήγα στη Δεξαμενή με τον φίλο Αλέκο Μαυρουδή για να του πούμε πως υπήρχαν αρκετά χρήματα στη διάθεσή του και να τον πείσουμε να μπει σε κάποια κλινική.

Δακρυσμένος έσκυψε –γέρος αυτός και άρρωστος- να μου φιλήσει το χέρι από ευγνωμοσύνη.

Ποτέ δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη συγκίνηση στη ζωή μου.

Τράβηξα με βία το χέρι μου και έκανα με τρόπο την πρόταση για την κλινική.

-Όχι νοσοκομείο, μου είπε ικετευτικά.

Οι νοσοκόμοι είναι είρωνες.

Είχε το φόβο μήπως οι νοσοκόμοι τον ειρωνευθούν για την αιτία της αρρώστιας του.

-Καλύτερα στην πατρίδα, πρόσθεσε.

Να πεθάνω κοντά στους δικούς μου.

Αντίκρυζε το θάνατο, που ένιωθε πια την παγωμένη του πνοή, με τη γαλήνη του μεγάλου χριστιανού.

-Στην πατρίδα, ξαναείπε.

Θα ήταν σκληρό και μάταιο να του αντισταθεί κανείς.

-Όπως αγαπάς Αλέξανδρε.

Σε λίγες μέρες έφυγε για τη Σκιάθο και την αιωνιότητα.

 

ΠΗΓΕΣ

 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γ. Κ. Κατσίμπαλη, εκδόσεις Εστία, 1934
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 150 χρόνια από τη γέννησή του, έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού, 2001
Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, εκδόσεις Εστία, 1999
Φώτα ολόφωτα, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο, Αθήνα 1981
Φιλολογικά απομνημονεύματα Παύλου Νιρβάνα, Πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη Κρήτης
Ο Παπαδιαμάντης και ο κόσμος του, Γιώργου Θέμελη, εκδόσεις Διάττων, 1991
Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, Λίνου Πολίτη,
www.n-skiathos.gr
www.myriobiblos.gr
www.sarantakos.com
www.phys.uoa.gr



 
 


Κυριακή 18 Μαΐου 2014




Η ευελιξία της ψήφου  

 

Οι εκλογές πάντα είναι μια ευκαιρία σκέψεως κι αποφάσεως για τον επαναπροσδιορισμό του προς τα που θέλουμε να πορευτούμε με τις απόψεις που έχουμε και στο ποιους θεωρούμε άξιους να εκπροσωπήσουν τις θέσεις μας .

Στο σύστημα της δημοκρατίας , δημιουργήσαμε κόμματα που υποτίθεται συσπειρώνουν τους ομοϊδεάτες της κάθε άποψης και μέσω συλλογικών οργάνων προσπαθούν να τις υλοποιήσουν και να οδηγήσουν την κοινωνία μας προς την κατεύθυνση που θεωρούν καλύτερη για την ζωή όλων μας .

Τι γίνεται όμως όταν οι οργανισμοί που δημιουργήθηκαν για να μας εκφράζουν , καπελώνονται από τις προσωπικές φιλοδοξίες ατόμων που εκτός των άλλων τα αποτελέσματα των πράξεων τους μας αποδεικνύουν το πόσο ανεπαρκείς και ρηχοί είναι ;

Τι θα πρέπει να κάνει κάποιος ο οποίος είναι προσανατολισμένος σε έναν ιδεολογικό χώρο ο οποίος μόνο στα λόγια τον εκφράζει αφού αυτοί που είναι αρμόδιοι να  υλοποιήσουν τις απόψεις του , το μόνο που κάνουν είναι να θέλουν να τον παραπλανούν και να τον αποπροσανατολίζουν για να κρύψουν την ανεπάρκεια ή την διαφορετικότητα των λόγων από τις πράξεις τους ;

Γιατί να μένουμε προσηλωμένοι σε έναν χώρο αφού ξέρουμε ότι η ηγεσία του τον έχει κάνει φέουδο της κι οι πολιτικοί απατεώνες μόνο τα δικά μας πιστεύω , ανάγκες ή συμφέροντα δεν εξυπηρετούν ;

Γιατί να γινόμαστε συνεχώς θύματα διλλημάτων λες κι αν έρθει κάποιος άλλος στην εξουσία έξω από αυτούς που απέδειξαν την ανικανότητα τους , θα σημαίνει και καταστροφή για μας ;

Γιατί να φοβόμαστε να υποστηρίξουμε νέα πράγματα κι αρκούμαστε σε αυτούς που μας φοβίζουν λέγοντας μας στην ουσία  ¨¨μετά από μένα το χάος ¨¨ ;

Αυτό σημαίνει δημοκρατία ;

Μήπως ο φόβος που θέλουν να μας δημιουργούν είναι ο μόνος τρόπος για να νικήσουν και να κρατηθούν στην εξουσία αφού δεν έχουν άλλα πραγματικά επιχειρήματα ;

Έγινε ποτέ ο φόβος  αφορμή σωστών αποφάσεων ;

Η δημοκρατία είναι μονόδρομος και οι λύσεις των προβλημάτων της περνάνε μόνιμα από τους ίδιους ¨¨σωτήρες¨¨ ;

Όταν τα προβλήματα της διαβίωσης οξύνονται όλο και για μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού , αυτό από μόνο του δεν είναι απόδειξη πως κάτι δεν πάει καλά με αυτούς που εμπιστευτήκαμε  ;

Το να φύγουμε από το μαντρί ενός κόμματος ή ενός ιδεολογικού χώρου , δεν πρέπει να φοβίζει εμάς αλλά αυτούς που θέλουν και μας μεταχειρίζονται ως πρόβατα και θέλουν να μας έχουν μαντρωμένους και να μας χρησιμοποιούν προκειμένου να περνούν συμφέροντα ξένα προς εμάς .

Για να δημιουργήσουμε κάτι νέο πρέπει να πάψουμε να είμαστε αγκυλωμένοι σε κάτι που βλέπουμε πως δεν περπατάει γιατί οι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται για προσωπικούς λόγους τα πιστεύω μας , χωρίς ωστόσο να κάνουν τίποτε από αυτά που τους λέμε και τους εμπιστευτήκαμε .

Το νέο και το καλό θα το βρούμε μέσα από την διαρκή αναζήτηση και σύγκριση και με το να το δίνουμε κάθε φορά με την ψήφο μας την ανάλογη απάντηση σε όσους δεν κοιτούν και δεν προσπαθούν για τα κοινά συμφέροντα και την πατρίδα μας .

Αν δεν φύγουν οι παλιοί εκφραστές του συστήματος είτε λέγονται ηγεσίες είτε κόμματα είτε νοοτροπίες κ.λ.π. , τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει πραγματικά .

Μπορούμε όμως να δείχνουμε κάθε φορά σαν εκλογικό σώμα , πως κανείς δεν θα είναι στην θέση του αν δεν μπορεί να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πολλών , αν δεν είναι συνεπής σε αυτά που υπόσχεται , αν δεν έχει τις ικανότητες που απαιτούνται , αν δεν μπορεί να φροντίζει τους αδύναμους της ζωής κι αν δεν μπορεί να δίνει κοινωνικές λύσεις στα προβλήματα .

Τα ωραία λόγια αν δεν μπορούν να γίνουν πράξεις δεν έχουν κανένα νόημα , ενώ τα όσα καλά ή κακά ζούμε είναι η απόδειξη των πράξεων αυτών που μας διοίκησαν και δεν πρέπει να τα παραβλέπουμε .

Η ψήφος μας δεν πρέπει να φοβάται την αλλαγή όταν βλέπουμε την αναγκαιότητα της  .

Για να έρθει το νέο πρέπει να γκρεμίσουμε και να διαλύσουμε το παλιό .

Σε μια ζωή που η κίνηση είναι αέναη , μόνο οι πραγματικές αξίες μπορούν να είναι σταθερές και αμετάβλητες .



http://rektides.blogspot.gr/